Απόσπασμα από την "Η τραγωδία της Δράκειας"
Η Δράκεια ανήκει σ’ ένα από τα πολλά Μαρτυρικά χωριά της Ελλάδας που έζησε το εφιαλτικό πρόσωπο της ναζιστικής θηριωδίας. Τα ξημερώματα της 18ης Δεκεμβρίου 1943 πλήρωσε με φόρο αίματος 115 παλικαριών σε αντίποινα των Γερμανών για εχθροπραξίες του πολέμου. Σε μια συμπλοκή ανταρτών με Γερμανούς στρατιώτες λίγο έξω απ’ το χωριό, σκοτώθηκαν δύο Γερμανοί και τραυματίστηκε ένας αποτελώντας την αφορμή για αντίποινα των κατοχικών στρατευμάτων. Έτσι κι έγινε, τα Γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο χωριό, από μονοπάτια δύσβατα αιφνιδιάζοντας τους κατοίκους. Μάζεψαν όσους άνδρες εντόπισαν και τους μετέφεραν στο κεντρικό καφενείο. Από εκεί και μετά ξεκινάει η τραγωδία… με συνοπτικές διαδικασίες εκτελούν εν ψυχρώ 115 Δρακειώτες, στοιβάζοντας τους σε μια ρεματιά. Οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση εγκαταλείπουν το χωριό, πίσω μένουν γυναίκες που θρηνούν, μανάδες, κόρες, μικρά παιδιά. Στον απόηχο του τραγικού αυτού συμβάντος γράφτηκε το ποίημα "Η τραγωδία της Δράκειας" τραγουδήθηκε σε μια μελωδία που ο κ.Γεώργιος Κουτσοφύτης, κάτοικος της Δράκειας, μοιράστηκε μαζί μας.
Όλοι οι στίχοι:
Οι Γερμανοί θελήσανε, τον δρόμο να βαδίσουν
Στην Ζαγορά θελαν να παν’, εκεί να πολεμήσουν
Στο δρόμο που βαδίζανε, χαρτί κρατούν στο χέρι
Κοντά στην Αλυκόπετρα, τους είχανε καρτέρι
Οι αντάρτες μόλις βλέπουν, στρατό απ’ τη Γερμανία
Τους λένε καλωσόρισες, και ρίχνουν με μανία
Τους δώσαν μάθημα γερό, γερό για να τους ξέρουν
Όπου οι αντάρτες πολεμούν, στον τόπο όπου θέλουν
Αμέσως εφαρμόσανε, αντίποινα να κάνουν
Άφησαν και εθάμπωσε, και σε βαθύ σκοτάδι
Κατέβηκαν στον Αϊ-Λιά, κοντά σ’ ένα κοπάδι
Και πήρανε για οδηγό, τους δυο τσομπαναρέους
Γιατί εθάμπωσε καλά, δεν ήξεραν το μέρος
Μισοί επάν απ’ το Γαλατά, μισοί απ’ το Λιγορέμα
Κυκλώσανε την αγορά να μην τους φυγ’ κανένας
Μόλις πλησίασαν εκεί, απ’ έξω απ’ την πλατεία
Πολλές ριπές ερίξανε και για τρομοκρατία
Ο κόσμος εφοβήθηκε, μέσα στα καφενεία
δεν ήξεραν τι γίνοταν απ’ έξω απ’ την πλατεία
άντρες γυναίκες και παιδιά, στα μαύρα να ντυθείτε
τα ποθητά αδέρφια σας δεν θα τα ξαναδείτε
ήταν βράδυ Παρασκευής, και φοβερό σκοτάδι
που κύκλωσαν οι Γερμανοί της Δράκειας το παζάρι
και πιάσαν όλα τα παιδιά της Δράκειας το καμάρι
λεβέντες ανεκτίμητοι, όλο ομορφιά και χάρη
από βραδύς τους κλείσανε, στο ένα καφενείο
και μόλις γλυκοχάραζε, τσ’ πάνε για το σφαγείο
πέντε-πέντε τους πέρνανε, και στον γκρεμό τους πάνε
τα πολυβόλα βάλανε, κι ευθύς τους τουφεκάνε
αφού τους τελειώσανε, δεν άφησαν ούτε ένα
φεύγαν οι βάρβαροι εχθροί, από το Λιγορέμα
πάνε μανάδες κλαίγοντας, με τ’ ορφανά παιδιά τους
πάνε και θρήνονται, και τράβουν τα μαλλιά τους
μόλις πλησίαζαν εκεί, στο θύμα το μεγάλο
κλαίγουν χτυπιούνται σπαρταρτούν, και βλέπουνε το αίμα
αφού τους αραδιάσανε, στον Άγιο Νικόλα
για να τους ενταφιάσουνε, περίμεναν την ώρα
ενώ όσο έγινε, ο τάφος ο μεγάλος
δύο δύο τους βάλανε, μα δεν χωρούσε άλλος
δεν ήταν ένας ούτε δυο, ούτε και τρεις και πέντε
ήταν απάνω από εκατό, στο ρέμα σκοτωμένοι
σαν μαρτυρήσουν οι ήρωες, πάντα θα ευλογούνται
και μες αυτήν την εκκλησιά, πάντα θα λειτουργούνται
μοιρολογούνε τα πουλιά, κι όλοι γνωστοί δακρύζουν
και τα βουνά της Δράκειας μας, αιώνια θα βογγίζουν.
![](https://s2.save4k.ru/pic/EvmTbfXWAjw/maxresdefault.jpg)